-
1 источник
η πηγ/ή- питания аварийный - τροφοδοσίας/πα-ροχής ρεύματος ανάγκηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > источник
-
2 теория
η θεωρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теория
-
3 световой
φωτειν/ός, του φωτός- поток физ. η δέσμη του φωτόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > световой
-
4 луч
1. мат. η ημιευθεία 2. (пучок света, электронов) η ακτίν/α (του φωτός)отражённый - της ανάκλασης/αντανάκλασης- ες χ(χι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > луч
-
5 приёмник
1. (прад., рлк.) о δέκτ/ηςрадиолокационный - ο ραδιοεντοπιστής, το ραντάρ (ξεν)- сигнала бедствия автоматический αυτόματος - του σήματος ανάγκης/κινδύνου2. (сборник) о συλλέκτης 3. (ёмкость) η υποδοχή, το δοχείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приёмник
-
6 дисперсия
1. физ. η διασπορά, ο διαχωρισμός· - волн η σχέση ταχύτητας και συχνότητας των κυμάτων 2. мат. η διασπορά των τυχαίων μεγεθών, η απόκλιση των τυχαίων μεγεθών από το μέσο όρο τους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дисперсия
-
7 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
8 сверхсветовой
επ.μεγαλύτερης ταχύτητας από του φωτός•-ая скорость ταχύτατα μεγαλύρη του φωτός.
-
9 интенсивность
1. (сила, мощность) η ένταση- альфа-бета- или гамма-излучения - της ακτινοβολίας α(άλφα), β(βήτα) ή γ(γάμμα)2. (скорость, темп) о ρυθμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интенсивность
-
10 световой
επ.του φωτός• φωτεινός•световой поток δέσμη φωτός•
-ая реклама φωτεινή ρεκλάμα•
световой сигнал βλ. фотосигнал, -ая ванна το φωτόλουτρο•
световой год έτος φωτός.
-
11 знак
1. (для обозначения чего-л., указания на что-л.) το σημείο, το σήμαаннули-рование товарного - а торг. η ακύρωση του σήματος κατατεθέντοςвладелец товарного - а торг. о κάτοχος του σήματος κατατεθέντοςвопросительный - грам. см. ниже таблицу восклицательный - грам. см. ниже таблицу - гарантии η απόδειξη εγγύησηςторговый - см. товарный -фирменный - см товарный -2. (символ) το σύμβολ/οвыносить множитель из-под - а корня βγάζω τον πολλαπλασιαστή έξω από το - της ρίζαςравный по величине и противоположный по - у ίσο σε μέγεθος/τιμή, αλλά αντίθετου σημείου- вычитания - της αφαίρεσης, το πλην- διά- равенства - της ισότητας, το ίσον- сложения - της πρόσθεσης, το συν- умножения - του πολλαπλασιασμού, το επί3. (след, отметина) το ίχνος, το σημάδι 4. (сигнал) το σήμα, το σινιάλο 5. (авто) το σήμα, η πινακίδα 6. - и мн. мор. - грузовых марок с дисками Плим-соля οι γραμμές φόρτωσης και οι μπάλες 7. (кода, программирования) ο χαρακτήραςбуквенно-цифровой - вчт. αλφαριθμητικός -буквенный - вчт. αλφαβητικός -управляющий вчт. - του ελέγχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > знак
-
12 модуляторный
физ. διαμορφωτικός модуляция 1. физ. η διαμόρφωση (του παλμού)-- с авторегулированием несущей частоты - με αυτορρύθμιση της φέρουσας συχνότητας2. муз. (переход из одной тональности в другую) о μετατονισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модуляторный
-
13 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
14 люкс
физ. το λουξ, το λούκ (ξεν.) (μονάδα φωτός)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > люкс
-
15 световой
светов||ойприл τοῦ φωτός, φωτεινός:\световой сигнал τό φωτεινό σήμα· \световойа́я реклама ἡ φωτεινή ρεκλάμα, ἡ φωτεινή διαφήμΐση [-ις]· \световой поток физ. ἡ δέσμη φωτός. -
16 поток
1. (устремляющаяся в каком-л. направлении масса чего-л.) η ροή, το ρεύμα, ο χείμαρροςбезнапорный гидр. - δίχως πίεσηламинарный - γραμμική -, παράλληλη -полный физ. - ολική -свободный - ελεύθερη -, ασυμπίεστη -тепловой - физ. - της θερμότηταςтурбулентный - στροβιλώδης -, τεταραγμένη -2. (непрерывное движение, поступление чего-л. во множестве) η ροή, η κίνηση 3. (непрерывное производство) η κυκλοφορία, η ροή της παραγωγής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поток
-
17 счетчик
ο μετρητής2. (учётчик груза) мор. о σημειωτήςο καταμετρητής, ο μετρητής των φορτίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > счетчик
-
18 фактор
ο συντελεστήςο παράγωνο παράγονταςгазовый (нефт.) - η σχέση παραγωγής (εξόρυξης) του αερίου/πετρελαίου (м3{}т{})человеческий - ο ανθρώπινος παράγων/παράγονταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фактор
-
19 абсорбция
физ., хим. η απορρόφηση, η απορροφητικότηταмасляная - του ελαίου/λαδιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > абсорбция
-
20 ангстрем
(А) физ. το Άνγκστρομ (μονάδα μέτρησης του μήκους κύματος του φωτός 1Α°=10-10Μ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ангстрем
См. также в других словарях:
θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… … Dictionary of Greek
έτος φωτός — Μονάδα μέτρησης, που χρησιμοποιείται στην αστρονομία για τις αποστάσεις των αστέρων, για vα αποφευχθεί η χρήση αριθμών της τάξης των δισεκατομμυρίων και πλέον. Στην πραγματικότητα, το έ.φ. παριστάνει την απόσταση που διανύει το φως σε χρονικό… … Dictionary of Greek
διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Φώτος — (Αθήνα 1890 – 1934). Έλληνας κριτικός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Γιος του Νικολάου Πολίτη, δέχτηκε έως ένα σημείο την επίδρασή του στον ιδεολογικό και θεωρητικό προσανατολισμό του. Από νεαρή ηλικία τον τράβηξε το θέατρο. Όταν, μετά το… … Dictionary of Greek
Γιοφύλλης, Φώτος — (Κέρκυρα 1887 – Αθήνα 1981). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και δημοσιογράφου Σπύρου Μουσούρη. Παράλληλα με τις γυμνασιακές του σπουδές φοίτησε στη σχολή ζωγραφικής και γλυπτικής της Κέρκυρας. Αργότερα, παρακολούθησε μαθήματα στη φιλοσοφική και … Dictionary of Greek
Εγγύτατος του Κενταύρου — (Αστρον.). Αστέρας του αστερισμού του Κενταύρου, ο πλησιέστερος (4,3 έτη φωτός) στη Γη. Βλ. λ. Κένταυρος … Dictionary of Greek
ήλιος του μεσονυκτίου — Όρος με τον οποίο εκφράζεται, με κάπως ποιητικό τρόπο, η 24ωρη παρουσία φωτός στις δύο πολικές περιοχές της Γης επί έξι ολόκληρους μήνες κάθε χρόνο. Ο ήλιος του μεσονυκτίου, όπως φαίνεται από το Μπόντε της Νορβηγίας … Dictionary of Greek
Λαμπρινός, Φώτος — (Αθήνα 1943 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη Μόσχα την περίοδο 1965 70. Σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ για την ελληνική τηλεόραση, πολλά από τα οποία απέσπασαν ευνοϊκές κριτικές και διακρίσεις. Υπήρξε παραγωγός και… … Dictionary of Greek
Βάσος, Φώτος — Αγωνιστής του 1821, γνωστός και ως Φωτοβάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες ως καπετάνιος και σκοτώθηκε στον Προφήτη Ηλία των Σαλώνων το 1825 … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek